προσκοπικός

προσκοπικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόσκοπο ή στον προσκοπισμό (α. «προσκοπική στολή» β. «προσκοπικές οργανώσεις»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προσκοπικά
η στολή τού προσκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσκοπος. Η λ., στο θηλ. προσκοπική (υπηρεσία), μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους προσκόπους ή τον προσκοπισμό: Προσκοπική πειθαρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”